παχύσκιος, -ια, -ιο

παχύσκιος, -ια, -ιο
αυτός που έχει πυκνή σκιά, σκιερός: Παχύσκιο δάσος, δέντρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παχύσκιος — α, ο αυτός που έχει πυκνή σκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + σκιος (< σκιά), πρβλ. βαθύ σκιος] …   Dictionary of Greek

  • παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”